Θεματικές ενότητες

4. Οι οχυρώσεις του Χάνδακα

Οι παλαιότερες οχυρώσεις

Η πόλη του Ηρακλείου υπήρξε ισχυρά οχυρωμένη ήδη από την ελληνιστική περίοδο. Στα πλαίσια ενός ευρύτερου οχυρωματικού προγράμματος των Βυζαντινών, που στόχευε στην αποτροπή του αυξανόμενου αραβικού κινδύνου, η οχύρωση αυτή ανακατασκευάστηκε στον 7ο ή 8ο αι. μ.Χ., με εκτεταμένη επανάχρηση του αρχαίου οικοδομικού υλικού. Η οχύρωση των όψιμων πρωτοβυζαντινών χρόνων διέθετε πιθανότατα περιμετρική τάφρο, στην οποία οφείλεται η ονομασία που απέδωσαν οι Άραβες στην πόλη και τη συνόδευσε επί αιώνες: Rabdh el-Khandaq, Χάνδακας και στη Βενετοκρατία Candia. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα, οι Άραβες ενίσχυσαν την πρωτοβυζαντινή οχύρωση με εξωτερικό επίχρισμα καστανού χρώματος, που περιείχε σκύρα και τρίχες ζώων. Μετά την ανακατάληψη της πόλης από τα στρατεύματα του Νικηφόρου Φωκά, η πρωτοβυζαντινή οχύρωση κατεδαφίστηκε μόνο σημειακά, ώστε ο αμυντικός της ρόλος να εξουδετερωθεί. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα οι Βενετοί συμπλήρωσαν και βελτίωσαν την ημικατεστραμμένη οχύρωση. Το συμπληρωμένο από τους Βενετούς ευθύγραμμο πρωτοβυζαντινό τείχος φαίνεται ότι κάλυπτε αμυντικά τις ανάγκες της πόλης ως την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων. Απεικονίζεται μάλιστα σε χάρτες του 15ου αιώνα, όπως στην πρωιμότερη σωζόμενη απεικόνιση της πόλης από το φλωρεντινό μοναχό Christoforo Buondelmondi το 1429.

Η ενίσχυση της οχύρωσης στον 15ο αιώνα

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και εν συνεχεία της Κύπρου από τους Οθωμανούς ανάγκασε τη Βενετία να προχωρήσει αρχικά στην αμυντική βελτίωση της παλαιάς οχύρωσης με την προσθήκη εξωτερικά του ευθύγραμμου τείχους ενός κεκλιμένου προπετάσματος (scarpa) που θεμελιώθηκε στο εσωτερικό της τάφρου και ακούμπησε πάνω στο ευθύγραμμο τμήμα με κάθετες αντηρίδες (speroni) γεφυρωμένες με θόλους και πληρωμένες με συμπιεσμένο χώμα. Στην ουσία παλαιά και νέα οχύρωση λειτουργούσαν ως ενιαία γραμμή άμυνας. Οι εργασίες ενίσχυσης της οχύρωσης ξεκίνησαν το 1472 και δεν είχαν πλήρως ολοκληρωθεί πριν από το 1525.

Μεγάλα τμήματα της παλαιάς ευθύγραμμης οχύρωσης και του κεκλιμένου προπετάσματος του 15ου αι. διατηρούνταν σχεδόν ακέραια ως τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως διαπιστώνεται από φωτογραφίες της περιόδου αυτής. Σήμερα διασώζονται ελάχιστα τμήματα.

Η οχύρωση του 16ου αιώνα

Το σημαντικότερο λείψανο της Βενετικής παρουσίας στο Χάνδακα, το μεγαλύτερο και τελειότερο οχυρωματικό έργο που πραγματοποίησε η Βενετία στη Μεσόγειο και παραμένει όρθιο και σχεδόν ακέραιο στους αιώνες, είναι η μεγάλης κλίμακας οχύρωση που άρχισε να κατασκευάζεται το 16ο αιώνα. Ο σχεδιασμός του νέου περιβόλου, ξεκίνησε τυπικά το 1462, σύμφωνα με τις επιταγές του νέου προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), με πρόθεση να συμπεριλάβει τα εκτός των παλαιών τειχών προάστια (βούργους). Η υλοποίηση του μεγαλεπήβολου αυτού προγράμματος αντιμετώπισε πολυάριθμες περιπέτειες, απασχόλησε γενιές μηχανικών και αξιωματούχων, δέχτηκε επανειλημμένες τροποποιήσεις, διακόπηκε δεκάδες φορές λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και ουσιαστικά δεν σταμάτησε παρά με την Άλωση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς, μετά την εικοσαετή πολιορκία το 1669. Τα πολυάριθμα εμβλήματα της Βενετίας, τα οικόσημα ευγενών και οι επιγραφές που εντοιχίστηκαν στα διάφορα τμήματά του κατά τη διάρκεια της κατασκευής αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα των διαδοχικών φάσεων οικοδόμησής του μαζί με την εκτεταμένη αλληλογραφία των Βενετικών Αρχείων.

Το γενικό σχήμα του οχυρού μοιάζει με ισοσκελές τρίγωνο, που έχει βάση στο παραθαλάσσιο μέτωπο και κορυφή τον προμαχώνα Martinengo. Στην πραγματικότητα, οι δυο πλευρές του τριγώνου διαμορφώθηκαν πολυγωνικά, με τις κορυφές του πολυγώνου να αντιστοιχούν σε προμαχώνες. Η οχύρωση διαμορφώθηκε ως τεράστιο ανάχωμα, που περιέβαλε την πόλη ως συνεχής λόφος, με επιχώσεις που προέκυψαν από την εκσκαφή της περιμετρικής τάφρου. Ο χωμάτινος όγκος προς το εσωτερικό της πόλης διαμορφωνόταν σε ήπιο πρανές, ενώ η έντονα κεκλιμένη εξωτερική όψη ανακρατούνταν από λίθινη επένδυση (scarpa). Πάνω από αυτήν διαμορφωνόταν ένα κατακόρυφο στηθαίο (parapetto), που διαχωριζόταν από τη scarpa με ημικυκλικού προφίλ γείσο (cordone).

Οι προμαχώνες που διαμορφώθηκαν στην περίμετρο της οχύρωσης είναι συνολικά επτά. Από αυτούς οι πέντε χερσαίοι είναι καρδιόσχημοι (από Α προς Δ οι Vitturi, Ιησού, Martinengo, Βηθλεέμ και Παντοκράτορα) και ενώνονταν με τα ευθύγραμμα τμήματα του τείχους με λαιμούς (gole), στους οποίους διαμορφώνονταν εκατέρωθεν χαμηλές πλατείες (piazze basse) για τα βαριά πυροβόλα όπλα. Οι δυο ακραίοι προς τη θάλασσα (οι προμαχώνες Sabbionera ή Sabbionara στα ΒΑ και Αγίου Ανδρέα στα ΒΔ) είχαν μικρότερες διαστάσεις. Πάνω στους λαιμούς τριών από τους προμαχώνες δημιουργήθηκαν επιπρομαχώνες (οι Zane, πάνω στον προμαχώνα Sabbionara, Vitturi και Martinengo πάνω στους ομώνυμους προμαχώνες) και πάνω από τα νεώρια ο επιπρομαχώνας Barbaro. Ο επιπρομαχώνας του Αγίου Ανδρέα κατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της πόλης.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανάγκη διέλευσης τροχοφόρων προς τις περιοχές εκτός τειχών και την ύπαιθρο δημιουργήθηκαν ρήγματα στα ευθύγραμμα τμήματα της οχύρωσης κοντά στις παλιές πύλες και τμήματα της τάφρου επιχωματώθηκαν.

Κείμενα της ίδιας θεματικής ενότητας (6)

Characteristic Icon
4.1 Οι παλαιότερες οχυρώσεις του Χάνδακα
Characteristic Icon
4.2 Η οχύρωση του 16ου αιώνα
Characteristic Icon
4.2.1 Οι προμαχώνες
Characteristic Icon
4.2.2. Οι πύλες του Χάνδακα
Characteristic Icon
4.2.3 Τα οικόσημα και τα εμβλήματα
Characteristic Icon
4.3 Η τύχη της οχύρωσης στο πέρασμα των αιώνων